- πορεύει
- πορεύωmake to gopres ind mp 2nd sgπορεύωmake to gopres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλιγέφυρος — καλλιγέφυρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίες γέφυρες («ὅ τε καλλιγέφυρος ποταμὸς πορεύει Στρυμών», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γέφυρα] … Dictionary of Greek